Πάνω στα επιτύμβια των αγαλμάτων ψυχών/ που θροΐζουν κυπαρίσσι και κυρτό χορτάρι/ στην ανεστραμμένη θάλασσα/ που κυμάτιζε παπαρούνες,/ χαράσσεται το στιλπνό ξίφος του αιώνα/ που βυθίζεται στα ερείπια/ ενός ανεκλάλητου λόγου./ Πάνω τους,/ σύννεφα παλιά θωπεύουν το ιερό χώμα/ Φφρτώνοντας σβησμένες θυσίες/ προσαραγμένες/ σε παλίμψηστων προσευχών βροχές. (από τη σελ. 9 του βιβλίου)